- ὁλορριζεί
- D0-0-0-1-0=1 Est 3,13fwith the whole root, utterly; neol.
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
ολορριζί — ὁλορριζί ή ολορριζεί (Α) επίρρ. με όλη τη ρίζα, ολόρριζα, σύρριζα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλόρριζος + επιρρμ. κατάλ. ί / εί (πρβλ. πανδημ ί / πανδημ εί)] … Dictionary of Greek